- ζευκτηρία
- привязь, веревка.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ζευκτηρίας — ζευκτηρίᾱς , ζευκτήριος fit for joining fem acc pl ζευκτηρίᾱς , ζευκτήριος fit for joining fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευκτηρίαν — ζευκτηρίᾱν , ζευκτήριος fit for joining fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευκτήριος — ια και ία, ιο (AM ζευκτήριος, ία, ιον) 1. ο κατάλληλος για ζεύξη, για σύνδεση 2. το θηλ. ως ουσ. η ζευκτηρία ο ζευκτήρας, το ζευγόλουρο 3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι ζευκτηρίες καθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το πηδάλιο με τους… … Dictionary of Greek
ζευκτικός — ζευκτικός, ή, όν (Α) [ζευκτός] 1. (το θηλ. ως επίθ. τής Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο κρεβάτι τον άντρα με τη γυναίκα 2. φρ. «ζευκτικαὶ ἡνίαι» η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα … Dictionary of Greek
ԽԱՌՆԵԼԻ — (լւոյ. մանաւանդ՝ ԽԱՌՆԵԼԻՔ, լեաց.) NBH 1 0927 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c գ. Նոյն ընդ Խառնարան. κρατήρ crater, scyphus. որ թարգմանի նաեւ թակոյկ. Սկահ. Սկահաձեւ. *Ոչ եւս շատանայ իմաստութեան խառնելեաւն, եւ ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)